Λαϊκή παρωδεία

Επειδή τυγχάνει να σκαμπάζω δυο βασικά πραγματάκια από μουσική, πολλές φορές συμμετέχω σε συζητήσεις με αυτό το περίεργο σινάφι των ΤΡΕΛΩΝ όπως θέλω εγώ να τους λέω, εννοώντας όλων των λογιών τους (οργανο)παίχτες. Μια τρέλα που όταν συνδυάζεται με μια πρέζα ταλέντου είναι ικανή να αποφέρει αποτελέσματα τόσο ευφάνταστα και συγκινητικά, όσο καμιά από τις τέχνες.
Τυχαία, ή όχι και τόσο, το βασικό θέμα συζήτησης ήταν και είναι πάντοτε η σχέση της λαϊκής μουσικής και του ρεμπέτικου τραγουδιού, καθώς και τα αίτια αφανισμού του τραγουδιού του λαού στις μέρες μας.
Πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να διαχωρίζουν, τόσο ποιοτικά όσο και χρονικά, το ρεμπέτικο από τη σύγχρονη λαϊκή μουσική του Έλληνα, θεωρώντας μάλιστα ότι το πρώτο ήταν τόσο περιθωριοποιημένο ώστε δε θα μπορούσε να αγκαλιάσει μεγάλα κομμάτια του λαού. Τονίζω ότι θέλουν να προβαίνουν σε αυτό το διαχωρισμό, διότι καθένας μπορεί με λίγο προσεκτική παρατήρηση να συμπεράνει πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται κάτι τέτοιο.
Εντάξει, πάω πάσο που λένε και οι τζογαδόροι, υπάρχουν ρεμπέτικα ακούσματα που αφορούν συγκεκριμένες πληθυσμιακές και κοινωνικές ομάδες, πολλές φορές του περιθωρίου. Καμία αντίρρηση. Αλλά, κατά πρώτον, αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα αυτού του μουσικού θησαυρού και κατά δεύτερον, ήταν πολύ λογικό να συμβαίνει αν αναλογιστεί κανείς τους ΔΙΩΓΜΟΥΣ που έπρεπε κατά μεγάλα διαστήματα να υφίστανται οι δημιουργοί της εποχής.
Ρεμπέτικη και Λαϊκή Μουσική είναι ένα και το αυτό! Εκείνες τις δεκαετίες, όπου τα πράγματα κοινωνικά και πολιτικά ήταν ρευστά, όπου το κλίμα ήταν άκρως πολεμικό σε όλα τα επίπεδα, οι συντεχνιακές αντιλήψεις που κυριαρχούν στην κοινωνία μας σήμερα δεν ήταν τόσο έντονες. Δεν είχαν προλάβει να αναπτυχθούν. Υπήρχαν οι λίγοι πλούσιοι και οι πολλοί φτωχοί. Ευτυχώς για εκείνους τους ανθρώπους, δεν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ο Αντρίκος. Έτσι, τα βιώματα για τους ΠΟΛΛΟΥΣ ήταν κοινά. Γι' αυτό και το περιεχόμενο των στίχων που γράφονταν τότε, είχε να κάνει με τη ΦΤΩΧΕΙΑ, με τη ΔΟΥΛΕΙΑ, με την ΞΕΝΙΤΕΙΑ, αλλά και με τον ΕΡΩΤΑ, το ΧΩΡΙΣΜΟ, τη ΔΥΣΤΥΧΙΑ. Αν αυτή η μουσική δε μίλαγε στην ψυχή του λαού και δεν τον εξέφραζε, τότε τι θα μπορούσε να τα καταφέρει;
Μπορούμε λοιπόν, εύκολα να καταλάβουμε γιατί τα υποτυπώδη λαϊκά ακούσματα σήμερα έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την ΚΑΨΟΥΡΑ και τις ΓΚΟΜΕΝΙΤΣΕΣ της σειράς. Όταν, ο μικροαστός έχει γιγαντωθεί τόσο πολύ και η συντεχνία έχει γίνει δεύτερη φύση του Έλληνα (νά' ναι καλά ο Αντρίκος), τότε τι να βρεθεί να ενώσει και να εκφράσει το λαό, αφού αυτός δεν υφίσταται! Αφού αυτός υπάρχει μόνο λεκτικά, ενώ στην πραγματικότητα είναι κατακερματισμένος σε κομμάτια που βάζουν πάνω από όλα τα μικροσυμφέροντά τους. Αφού τον κατάντησαν, με τη δική του βούληση πάντα, να τρώει τις σάρκες του σαν κτήνος.
Κάποτε, σε μια συνέντευξή του, ο Βασίλης Τσιτσάνης ρωτήθηκε από τον κλασικό φωστήρα δημοσιογράφο, για το πως αισθάνεται που είναι ουσιαστικά ο τελευταίος εν ζωή (τότε) ρεμπέτης και δημιουργός του ρεμπέτικου. Η απάντηση του ήταν αφοπλιστική και άκρως κατατοπιστική. Γιατί, εγώ δεν έγραψα λαϊκή μουσική;

Τσάγια!!!

0 σχόλια :: Λαϊκή παρωδεία